- ανδρωνυμικός
- -ή, -ό (Α ἀνδρωνυμικός, -ή, -όν)το ουδ. ως ουσ. νεοελλ. κύριο όνομα γυναίκας, που προέρχεται από το αντίστοιχο του συζύγου τηςαρχ.όνομα ανδρικό προερχόμενο από όνομα ζώου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός + όνυμα αιολ. τ. του όνομα. Το -ω-του τ. κατά τον νόμο της έκτασης «εν συνθέσει» (πρβλ. πατρωνυμικός, μητρωνυμικός, κ.ά.)].
Dictionary of Greek. 2013.