ανδρωνυμικός

ανδρωνυμικός
-ή, -ό (Α ἀνδρωνυμικός, -ή, -όν)
το ουδ. ως ουσ. νεοελλ. κύριο όνομα γυναίκας, που προέρχεται από το αντίστοιχο του συζύγου της
αρχ.
όνομα ανδρικό προερχόμενο από όνομα ζώου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός + όνυμα αιολ. τ. του όνομα. Το -ω-του τ. κατά τον νόμο της έκτασης «εν συνθέσει» (πρβλ. πατρωνυμικός, μητρωνυμικός, κ.ά.)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • άνδρας — και άντρας, ο (Α ἀνήρ) 1. αρσενικός άνθρωπος (σ’ αντίθεση με τη γυναίκα) 2. ομόκλινος, σύζυγος 3. ανδρείος, γενναίος, παληκάρι 4. αυτός που μπήκε στην αντρική ηλικία, ενήλικος, ώριμος 5. στρατιώτης, οπλίτης 6. φρ. «κατ’ ἄνδρα», ένας ένας με τη… …   Dictionary of Greek

  • γονεωνυμικός — ή, ό 1. αυτός που ονομάζεται από το όνομα τού γονέως 2. (πληθ. ουδ. ως ουσ.) τα γονεωνυμικά παρώνυμα ουσιαστικά σε ιδεύς, ουλο κ.λπ. για δήλωση νεογνών ζώων (πρβλ. «λέων λεοντιδεύς», «αετός αετιδεύς», «κότα κοτόπουλο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < γονεύς… …   Dictionary of Greek

  • γυναικωνυμικό — το το όνομα κάποιου από τη μητέρα ή τη σύζυγο του («ο Αργυράκης τής Γαρουφαλιάς» ή «η Γιώργαινα» «η γυναίκα τού Γιώργου , η Μήτραινα κ.λπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < γυνή, γυναικός + όνυμα, αιολ. τ. τού όνομα. Το ω τού τ. κατά τον νόμο τής «εκτάσεως εν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”